Από καρδιάς εξομολόγηση Τότι: «Η Ρώμη είναι η ζωή μου...»

Εχοντας μπει στην τελευταία του σεζόν με την Ρόμα, ο Φραντσέσκο Τότι άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για όλη την ζωή. Δηλαδή για την Ρώμη και τους Τζαλορόσι.

Με ένα ανοιχτό γράμμα προς την Αιώνια Πόλη, ο Capitano της Ρόμα θυμήθηκε το ξεκίνημα του, τα συναισθήματα του στο ντεμπούτο, το φλερτ με άλλες ομάδες, όλα όσα ζει επί 25 χρόνια ως Ρομανίστα και 39 ως Ρωμαίος...

«Πριν 27 χρόνια, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του διαμερίσματος μας στη Ρώμη. Η μητέρα μου, Φιορέλα, πήγε να ανοίξει. Αυτοί που έτυχε να είναι από την άλλη πλευρά, θα καθόριζαν την ποδοσφαιρική μου καριέρα.

Οταν άνοιξε την πόρτα, ένα γκρουπ ανδρών συστήθηκαν ως ποδοσφαιρικοί παράγοντες. Δεν ήταν όμως από την Ρόμα. Φορούσαν κόκκινα και μαύρα. Ηταν από την Μίλαν. Και ήθελαν να παίξω για την ομάδα τους. Με κάθε κόστος. Η μητέρα μου σήκωσε τα χέρια της. Τι νομίζετε ότι είπε στους κυρίους;

Οταν είσαι παιδί στη Ρώμη, υπάρχουν μόνο δύο πιθανές επιλογές: Είσαι είτε κόκκινος είτε μπλε. Ρόμα ή Λάτσιο. Στην οικογένεια μας, όμως, υπήρχε μόνο μία πιθανή επιλογή.

Δυστυχώς δεν κατάφερα να γνωρίσω τον παππού μου γιατί πέθανε όταν ήμουν μικρό παιδί. Αλλά με άφησε με ένα σπουδαίο δώρο. Ευτυχώς για μένα, ο παππούς Τζανλούκα ήταν φανατικός οπαδός της Ρόμα και μετέφερε αυτή την αγάπη στον πατέρα μου, ο οποίος μετά την μετέφερε στον αδερφό μου και μένα. Η αγάπη μας για την Ρόμα ήταν κάτι που κουβαλούσαμε. Η Ρόμα ήταν κάτι παραπάνω από ποδοσφαιρικό κλαμπ. Ηταν μέρος της οικογένειας μας, του αίματος μας, των ψυχών μας.

Δεν παρακολουθήσαμε πολλά ματς στην τηλεόραση γιατί ακόμη και στη Ρώμη την δεκαετία του '80 δεν μεταδίδονταν πάντα. Αλλά όταν ήμουν επτά επτών, ο πατέρας μου πήρε εισιτήρια και κατάφερα τελικά να δω τους Λύκους, στο στάδιο Olimpico.

Μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να θυμηθώ το συναίσθημα. Τα χρώματα, τα συνθήματα, τα καπνογόνα. Ημουν τόσο ζωηρό παιδί ώστε το γεγονός και μόνο ότι ήμνουν στο γήπεδο δίπλα σε άλλους οπαδούς της Ρόμα, είχε ως αποτέλεσμα να ανάψει κάτι μέσα μου. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω την εμπειρία...

Bellissimo.

Αυτή είναι η μοναδική λέξη για αυτό.

Στην περιοχή που μέναμε στην πόλη, στο San Giovanni, δεν νομίζω πως υπήρξε κάποιος που να μην με είδε ποτέ με μια μπάλα στα χέρια ή στα πόδια μου. Στους πεζόδρομους, ανάμεσα στους ναούς, στα σοκάκια, παντού. Παίζαμε ποδόσφαιρο.

Ακόμη και ως νεαρός, ήταν για μένα κάτι παραπάνω από αγάπη για το ποδόσφαιρο. Πάντα είχα την φιλοδοξία να κάνω καριέρα. Ξεκίνησα να παίζω για τα τμήματα υποδομής. Είχα αφίσες και δημοσιεύματα εφημερίδων για τον Τζανίνι, τον αρχηγό της Ρόμα, στον τοίχο του δωματίου μου. Ηταν ένα είδωλο, ένα σύμβολο. Ηταν ένα παιδί της Ρώμης. Οπως εμείς.

Και τότε, όταν ήμουν 13 ετών, υπήρξε ένα χτύπημα στην πόρτα μας. Οι άνθρωποι της Μίλαν, μου ζήτησαν να πάω στην ομάδα τους. Μια ευκαιρία να τα καταφέρω με μια μεγάλη ιταλική ομάδα. Τι θα έπρεπε να επιλέξω; Δεν ήταν, φυσικά, μια δική μου απόφαση.

Η μαμά μου ήταν το αφεντικό. Ακόμη είναι το αφεντικό. Και ήταν υπερβολικά δεμένη, ας το πούμε έτσι, με τα παιδιά της. Οπως κάθε Ιταλίδα μητέρα, ήταν λίγο υπερπροστατευτική. Δεν ήθελε να φύγω από το σπίτι γιατί φοβόταν ότι κάτι μπορούσε να συμβεί.

«Οχι, όχι», είπε στους παράγοντες. Αυτό ήταν ό,τι χρειαζόταν να πει. «Λυπάμαι. Οχι, όχι». Αυτό ήταν το τέλος. Η πρώτη μου μεταγραφή απορρίφθηκε από το αφεντικό.

Ο πατέρας μου με πήρε, μαζί με τον αδερφό μου, στους αγώνες μας τα σαββατοκύριακα. Αλλά από την Δευτέρα ως την Παρασκευή, η μαμά είχε το κουμάντο. Ηταν δύσκολο να πεις όχι στη Μίλαν. Θα σήμαινε πολλά λεφτά για την οικογένεια μας. Η μητέρα μου, όμως, μου δίδαξε κάτι εκείνη την ημέρα. Το σπίτι σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή.

Λίγες εβδομάδες μετά, αφού με παρακολούθησαν σε ένα από τα ματς των μικρών ομάδων, η Ρόμα έκανε πρόταση. Θα φορούσα τα κόκκινα και κίτρινα. Η μαμά ήξερε. Βοήθγσε την καριέρα μου με τόσους τρόπους. Ναι, ήταν προστατευτική -ακόμη είναι- αλλά έκανε τόσες θυσίες για να βεβαιωθεί ότι εγώ θα ήμουν στο γήπεδο κάθε μέρα. Ξέρω ότι αυτά τα πρώτα χρόνια ήταν σκληρά για αυτή.

Ηταν η μητέρα μου αυτή που με πήγαινε στις προπονήσεις. Εξω από τα γήπεδα, με περίμενε. Περίμενε δύο, τρεις, μερικές φορές τέσσερις ώρες όσο έκανα προπόνηση. Περίμενε στη βροχή, στο κρύο, δεν είχε σημασία. Περίμενε ώστε να μπορώ να έχω το όνειρο μου.

Δεν ήξερα ότι θα έκανα το ντεμπούτο μου με την Ρόμα στο Olimpico, μέχρι και 90 λεπτά πριν το ματς. Εκατσα στο πούλμαν από τις εγκαταστάσεις μας και ο ενθουσιασμός μου μεγάλωνε. Κάθε ηρεμία που είχα από τον ύπνο μου το προηγούμενο βράδυ, έφυγε. Οι οπαδοί της Ρόμα είναι πολύ διαφορετικοί από όλους. Υπάρχουν τόσες πολλές προσδοκίες όταν φοράς τη φανέλα της Ρόμα. Πρέπει να αποδείξεις την αξία σου και δεν υπάρχει πολύς χώρος για λάθη.

Οταν μπήκα στον αγωνιστικό χώρο για το πρώτο ματς, ένιωθα γεμάτος υπερηφάνεια για το γεγονός ότι έπαιζα για το σπίτι μου. Για τον παππού μου. Για την οικογένεια μου. Επί 25 χρόνια η πίεση, το προνόμιο, δεν άλλαξε ποτέ.

Φυσικά υπήρξαν λάθη. Και υπήρξε και μια στιγμή πριν 12 χρόνια, όταν σκέφτηκα να αφήσω την Ρόμα για την Ρεάλ Μαδρίτης. Οταν μια πολύ επιτυχημένη ομάδα, πιθανώς η πιο δυνατή του κόσμου, σε ζητάει, αρχίζεις να σκέφτεσαι πώς μπορεί να είναι η ζωή αλλού. Είχα συζητήσεις με τον πρόεδρο της Ρόμα και αυτό έκανε την διαφορά. Αλλά στο τέλος, η συζήτηση που είχα με την οικογένεια μου, μου θύμισε τι είναι η ζωή. Το σπίτι είναι τα πάντα.

Για 39 χρόνια, η Ρώμη είναι το σπίτι μου. Για 25 χρόνια ως ποδοσφαιριστής, η Ρώμη είναι το σπίτι μου. Είτε κατακτώντας το scudetto είτε παίζοντας στο Champions League, ελπίζω ότι εκπροσώπησα και κράτησα τα χρώματα της Ρόμα όσο πιο ψηλά μπορούσα. Ελπίζω ότι σας έκανα υπερήφανους.

Μπορείτε να πείτε ότι είμαι ένας άντρας που βολεύεται. Δεν είχα καν μετακομίσει από το σπίτι των γονιών μου μέχρι που αρραβωνιάστηκα την σύζυγο μου, Ιλάρι. Οπότε όταν θα κοιτάξω πίσω στο χρόνο μου εδώ και σε ό,τι θα χάσω, ξέρω ότι θα είναι η ρουτίνα, τα καθημερινά πράγματα. Οι πολλές ώρες προπόνησης, οι πολλές συζητήσεις στα αποδυτήρια. Νομίζω πως αυτό που θα μου λείψει περισσότερο θα είναι το να πίνω καφέ με τους συμπαίκτες μου κάθε μέρα. Ισως αν επιστρέψω ως παράγοντας μια μέρα, αυτές οι στιγμές να υπάρχουν ακόμη.

Ο κόσμος με ρωτάει, γιατί πέρασες όλη την ζωή σου στη Ρώμη;

Η Ρώμη είναι η οικογένεια μου, οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που αγαπώ. Η Ρώμη είναι η θάλασσα, τα βουνά, τα μνημεία. Η Ρώμη, φυσικά, είναι οι Ρωμαίοι.

Η Ρώμη είναι το κόκκινο και το κίτρινο.

Η Ρώμη, για μένα, είναι ο κόσμος.

Αυτό το κλαμπ, αυτή η πόλη, υπήρξαν η ζωή μου.

Sempre».