ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ για Σολωμό: "Η ψυχή του τώρα είχε φτάσει στον προορισμό της"

Μέσω της επίσημης σελίδας του ο Παν.Συ.Φι. ΑΠΟΕΛ αναφέρεται στον Σολωμό Σολωμού..

Κυριακή νύχτα. Αυγουστιάτικη, αλλά κρύα, γεμάτη εφιάλτες και σκοτεινά άλογα χωρίς καβαλάρηδες, αλλόκοτους ήχους να περπατούν πάνω-κάτω στους δρόμους, τουφέκια χωρίς σφαίρες και πουκάμισα αδειανά. Δεν έκλεισε μάτι. Ούτε την επομένη. Την Τρίτη τη νύχτα όμως ήρθε ο Τάσος και τον βρήκε. Και του μίλησε. Και τότε ησύχασε, κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε.

Ήταν εκεί, στην κηδεία, κι έκλαιγε για τον ξάδερφο του, τον αδερφό του, τον Ήρωα. Και σκεφτόταν αυτά που του 'χε πει. Και έσφιγγε τα δόντια κάθε φορά που τον έβλεπε μπροστά του ξαπλωμένο εκεί στο χώμα, να ουρλιάζει από τον πόνο, να σπαράζει, να λιώνουν τα κόκαλα του, να παραδίδει την ζωή του στην πατρίδα.

Και ήταν εκεί, στη γραμμή που χάραξαν οι ξένοι και έσχισαν την Κύπρο στα δυο, και φώναζε και τραγουδούσε μαζί με τους άλλους. Και τότε γύρισε μια στιγμή κι είδε μια σημαία να κυματίζει από πάνω του. Σημαία; Ήταν ένα ΑΘΛΙΟ, ΒΡΩΜΙΚΟ κόκκινο πανί. Και η φωνή του Τάσου ήχησε στ' αυτιά του, και ξεκίνησε.

- Πού πας; του φωνάξανε, μ' αυτός ολόισια στο θάνατο κολυμπούσε. Η ψυχή του είχε κιόλας ανέβει εκεί πάνω ψηλά, έψαχνε να βρει τ' αδέρφια του... τον Τάσο, τον Ευαγόρα, τον Γρηγόρη...

Άρχισε ν' ανεβαίνει τον στύλο. Το βλέμμα του ήταν γυρισμένο προς τον ουρανό. Δεν σκεφτόταν τίποτα παρά το να κατεβάσει εκείνο το πανί. Για μια στιγμή δίστασε, μα ένιωσε τον Τάσο δίπλα του και τα στήθια του φούσκωσαν με θάρρος. Ανέβαινε, ανέβαινε ψηλά. Και τότε άγγιξε το σβέρκο του η αναπνοή του θανάτου, κρύα, μυτερή και κόκκινη. Κατάλαβε.

- Θεέ μου, κάνε να προλάβω να κατεβάσω αυτό το πανί πριν πεθάνω!

Έπεσε. Μια ζωή γεμάτη αίμα, χάθηκε. Το σώμα του κειτόταν στο έδαφος, όμως αυτός ανέβαινε ακόμα ψηλά. Άκουσε τις πιστολιές του τούρκου και βόγκηξε "Κουράγιο αδέρφια!". Είδε από ψηλά το αίμα του που χυνόταν στο χώμα, στο χώμα το Ελληνικό. Είδε τις πατημασιές του τούρκου να ξεπλένονται, να εξαφανίζονται δειλά, δειλά κάτω από το αίμα του. Το αίμα εκείνο που βουίζει στις φλέβες, το αίμα το γαλανόλευκο.

Η ψυχή του τώρα είχε φτάσει στον προορισμό της. Ενώθηκε μ' αυτή του Τάσου. Έγιναν ένα.

Ο ουρανός βρόντηξε από περηφάνια. Κι ο Θεός γύρισε και κοίταξε την μικρή Κύπρο κι είπε:

- Ήρθε η ώρα.

ΣΟΛΩΜΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, τούρκοι ΘΑ ΕΚΔΙΚΗΘΩ.