"Για να έρθω στον Ολυμπιακό αρνήθηκα την πρόταση του Αγιαξ και δεν το μετάνιωσα ποτέ"

"Για να έρθω στον Ολυμπιακό αρνήθηκα την πρόταση του Αγιαξ και δεν το μετάνιωσα ποτέ"

Οι υπερβάσεις στον Ολυμπιακό είναι γνωστές σε κάθε καλοκαιρινή περίοδο. Οι «ερυθρόλευκοι» προσπαθούν πάντα να... ταράξουν τα μεταγραφικά νερά της Ελλάδας με ένα μεγάλο όνομα που έρχεται στη χώρα μας, το οποίο έχει σπουδαίες παραστάσεις.

Ωστόσο, λίγες από αυτές τις περιπτώσεις, μπορούν να αγγίξουν το (έξω από την ελληνική λογική) deal που έκανε ο σύλλογος στις 20 Ιουλίου του 2010. Μόλις λίγους μήνες πριν, ο Βαγγέλης Μαρινάκης είχε διαδεχθεί τον Σωκράτη Κόκκαλη στην προεδρία της ομάδας και βρήκε τον κατάλληλο τρόπο για να μπει δυναμικά στο προσκήνιο.

Αυτός δεν ήταν άλλος από τη μεταγραφή του Άλμπερτ Ριέρα. Μετά από αρκετές ώρες συζητήσεων μεταξύ της «ερυθρόλευκης» διοίκησης και αυτή της Λίβερπουλ, ο Ισπανός εξτρέμ πιάνει... λιμάνι αντί τεσσάρων εκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό ήταν απλώς η αρχή πίσω από το πραγματικό κόστος.

Αρχικά το συμβόλαιο του τότε 28χρονου ποδοσφαιριστή συμπεριελάμβανε ετήσιες απολαβές κοντά στα 2,7 εκατ. ευρώ για 3+1 χρόνια ενώ υπήρχε και μπόνους στα δύο εκατ. ευρώ προς τη Λίβερπουλ εφόσον ο Ολυμπιακός έβγαινε στο Champions League. Όπως γίνεται αντιληπτό, μιλάμε για μία από τις δαπανηρές μεταγραφές στην ιστορία του ελληνικού ποδόσφαιρο αλλά και μία εξαιρετική αφορμή για να θυμίσει το «Ελ. Βενιζέλος», εποχές... Ριβάλντο.

Χιλιάδες οπαδοί βρέθηκαν στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούν τον διεθνή εξτρέμ δημιουργώντας μία τρομερή εικόνα μπροστά στα μάτια του ποδοσφαιριστή. Ενός παίκτης που ήταν μέλος της «χρυσής φουρνιάς» της Μαγιόρκα, έφτασε τελικό Ευρώπης με την Εσπανιόλ και πήρε μία μεγάλη μεταγραφή στη Λίβερπουλ.

Αν και η παρουσία του στον Πειραιά κράτησε μόλις για μία σεζόν, ο ίδιος αγαπήθηκε αρκετά από τους οπαδούς του συλλόγου και με τη σειρά του εκείνος, δεν ξεχνάει την παρουσία του στην Ελλάδα. Ακολούθησε η Γαλατασαράι, η περιπέτεια σε Γουότφορντ και Ουντινέζε, η επιστροφή στη Μαγιόρκα και το φινάλε στη Σλοβενία.

Ωστόσο, το γεγονός πως έριξε τίτλους τέλους στην καριέρα του, δεν σήμαινε ότι θα άφηνε τα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Άρχισε σχεδόν αμέσως τα σεμινάρια για το πτυχίο προπονητικής όπου έκατσε δίπλα σε τεράστια ονόματα του ισπανικού ποδοσφαίρου, μεταξύ αυτών και του νυν κόουτς της Μπαρτσελόνα, Τσάβι.

Μόλις πήρε το... χαρτί, ήρθε η πρόταση από τη Γαλατασαράι για να βρεθεί στο πλάι του Φατίχ Τερίμ και να μείνει σχεδόν για δύο χρόνια ως βοηθός προπονητή με διάφορους τεχνικούς. Τελικά, το περασμένο καλοκαίρι τράβηξε τον δικό του δρόμο ως πρώτος προπονητής στην ομάδα της Ολίμπια Λιουμπλιάνας.

Εκεί όπου έγινε πρωταγωνιστής μίας πρωτόγνωρης κατάστασης, όπου οπαδοί της ομάδας διέκοψαν την παρουσίασή του για να διαμαρτυρηθούν στη διοίκηση και στην απόφαση να αλλάξει το πρόσωπο στην άκρη του πάγκου. Μετά από 22 παιχνίδια, όμως, ο παλαίμαχος Ισπανός έχει μετατραπεί σε... ήρωα του συλλόγου, αφού έχει 16 νίκες, τρεις ισοπαλίες και ισάριθμες ήττες σε όλες τις διοργανώσεις.

Η πορεία που κάνει ο 40χρονος προπονητής είναι πρωταθλητισμού και έχει αντιστρέψει τελείως το κλίμα σε όλα τα επίπεδα στο σλοβένικο κλαμπ. Το Gazzetta με τη σειρά του, εντόπισε τον Άλμπερτ Ριέρα και εκείνος μοιράστηκε με λεπτομέρειες όσα έζησε ως ποδοσφαιριστής αλλά και ως προπονητής πλέον.

- Πείτε μου για τα παιδικά σας χρόνια και πότε ξεκινήσατε το ποδόσφαιρο;

«Λοιπόν, αρχικά γεννήθηκα σε ένα χωριό στην Ισπανία που λέγεται Μανακόρ και οι περισσότεροι ξέρουν αυτή την περιοχή από τον Ράφα Ναδάλ που κατάγεται από εκεί. Έπαιζα με τον θείο του στη Μαγιόρκα και γενικά όλες οι οικογένειες στο συγκεκριμένο γνωρίζονται μεταξύ τους αρκετά. Οταν ήμουν στη Μαγιόρκα, παίζαμε με τον Ράφα γκολφ. Στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, ξεκίνησα το ποδόσφαιρο όταν ήμουν 12 ετών στις ακαδημίες της Μαγιόρκα και μεγάλωσα εκεί ποδοσφαιρικά».

- Πότε καταλάβατε ότι μπορείτε να γίνετε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;

«Ήταν πάντα το όνειρο μου. Θα σου πω κάτι που λέω και τώρα στα παιδιά. Να κάνεις κάτι που σου αρέσει και το απολαμβάνεις και τότε θα πετύχεις τον στόχο σου. Δεν είχα ποτέ κάποιον να μου λέει «προπονήσου» ή να με βάζει σε πρόγραμμα ή κάτι τέτοιο. Τα έκανα όλα από μόνος μου γιατί το απολάμβανα και ήταν το όνειρο μου. Αν απολαμβάνεις κάτι που κάτι, τότε εκπληρώνεις το όνειρό σου. Από εκεί και πέρα χρειάζεται να δουλέψεις, να είσαι με τους σωστούς προπονητές, να έχεις τύχη και όλα αυτά σε συνδυασμό με το ταλέντο. Το πιο σημαντικό είναι να αγαπάς αυτό που κάνεις. Οι γονείς μου ήθελαν να κάνω κάτι που αγαπάω»

- Όταν η Μαγιόρκα σας ανακοίνωσε ότι θα υπογράψετε επαγγελματικό συμβόλαιο, αρχικά πώς νιώσατε και έπειτα, με ποιο άτομο επικοινωνήσατε πρώτα;

«Αρχικά να σου πω ότι ήμουν μόνος μου. Δεν είχα ατζέντη γιατί ήμουν μόλις 16 ετών και τις συζητήσεις τις έκανα μόνος μου. Ο πρόεδρος της Μαγιόρκα τότε, ο Ματέου Αλεμάνι ήταν σαν... πατέρας για εμένα και με συμβούλευε πως δεν χρειάζομαι κανέναν ατζέντη. Μόνο τον μπαμπά μου να έχω μαζί γιατί ήμουν ανήλικος. Θυμάμαι ότι έπρεπε να προπονούμαι με την πρώτη ομάδα αλλά ταυτόχρονα πήγαινα και σχολείο, με αποτέλεσμα να... μην πηγαίνω στο σχολείο. Έτσι, ο πατέρας μου με κάλυπτε από τη μάνα μου και δεν της έλεγε ότι δεν πήγαινα. Εκείνη ήταν αντίθετη με αυτό γιατί ήθελε να βάλω πρώτα το σχολείο και μετά το ποδόσφαιρο. Ένα χρόνο μετά, όταν της τηλεφώνησαν από το σχολείο και της είπαν ότι δεν είχα πάει σχεδόν καθόλου σε αυτό το διάστημα, παραλίγο να... πεθάνει (γέλια). Της εξήγησα ότι είναι η δουλειά μου αλλά εκείνη δεν το έβλεπε έτσι. Έκατσα να διαβάσω για τον εαυτό μου γιατί κανείς δεν δίνει συμβόλαιο ζωής. Είναι 2-3 χρόνια και ποτέ δεν ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Ένας τραυματισμός τα σταματάει όλα»

k

- Ήσασταν μέλος της «χρυσής φουρνιάς» της Μαγιόρκα που κατέκτησε το κύπελλο Ισπανίας το 2003. Πείτε μου λίγα πράγματα για εκείνη την ομάδα...

«Είχαμε μία απίστευτη ομάδα τότε. Στο ρόστερ ήταν ο Ιμπαγάσα, ο Ετό, ο Παντιάνι και είχαμε κατακτήσει το μοναδικό κύπελλο της ιστορίας της κόντρα στην Ουέλβα. Τώρα μπορεί να ακούγεται ως μία ομάδα 2ης και 3ης κατηγορίας αλλά τότε ήταν πολύ δυνατή. Εμείς είχαμε αποκλείσει και την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια τότε που είχε τρομερή ομάδα αλλά και τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ήταν μία τρομερή χρονιά για εμάς με τον Μανθάνο στον πάγκο. Επίσης ο Ματέου Αλεμάνι έκανε τα πάντα. Δεν είναι όπως τώρα που χρειάζονται 10-15 άτομα σε μία ομάδα. Τότε εκείνος τα έκανε σχεδόν όλα μόνος του».

- Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην αρχή ως επαγγελματίας;

«Κατάλαβα σε μεγάλο βαθμό ότι δεν ήμουν στο ίδιο επίπεδο τόσο σε φυσική κατάσταση όσο και σε δύναμη. Είχα την τεχνική και την ποιότητα αλλά το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο αυτό. Δυσκολεύτηκα στην αρχή γιατί δεν είχα τα υπόλοιπα στοιχεία και χρειάστηκα χρόνο. Οπότε τώρα μαθαίνω στα παιδιά να δουλεύουν σε όλα. Όπως επίσης δεν είναι μόνο η επίθεση αλλά και η άμυνα. Έπρεπε να αντιληφθώ πώς να κινούμαι χωρίς την μπάλα».

- Γιατί φύγατε από τη Μαγιόρκα; Ήταν εύκολη ή δύσκολη απόφαση;

«Θα σου εξηγήσω την ιστορία. Μετά την κατάκτηση του κυπέλλου Ισπανίας άρχισαν να έρχονται προτάσεις όπως ήταν φυσικό αλλά ήμασταν πολύ δεμένοι μεταξύ μας στην ομάδα και εμένα δεν με ένοιαζαν τα λεφτά, ήμουν αρκετά νέος. Ήθελα απλά να παίζω και να το χαίρομαι. Τότε ο Ματέου Αλεμάνι και με είχε φωνάξει στο γραφείο και μου είχε πει πως για να επιβιώσει ο σύλλογος θα πρέπει να με πουλήσει. Δεν γινόταν διαφορετικά να μείνει ο σύλλογος στη μεγάλη κατηγορία και έτσι αποφασίστηκε να πάω στην Μπορντό. Η αλήθεια είναι πως... έκλαιγα όταν ήταν να πάω στη Γαλλία γιατί άφηνα το σπίτι μου, την ομάδα μου, την οικογένειά μου. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο βέβαια και καμιά φορά δεν δική σου επιλογή το τι θα γίνει. Τα είχα όλα εκεί αλλά κατάλαβα την κατάσταση και για αυτό έφυγα»

- Στην Μπορντό πώς ήταν τα πράγματα; Δυσκολευθήκατε να προσαρμοστείτε;

«Στην πρώτη μου σεζόν τα πράγματα δεν ήταν καλά γιατί υπήρχαν αρκετοί ποδοσφαιριστές που ήταν πολύ πιο δυνατοί από εμένα και δεν μπορούσα να παίξω καθόλου. Ήμουν πολύ λεπτός και δεν γινόταν να παίξω αυτό που μπορούσα. Μέσα από αυτές τις δυσκολίες γίνεσαι καλύτερος όμως και στη δεύτερη χρονιά μου τα πήγα καλύτερα και κατάλαβα πως να κινούμαι στον χώρο, να μπαίνω προς τα μέσα και να χτυπάω στα σημεία που πρέπει».

k

- Εν τέλει επιστρέψατε στην Ισπανία για την Εσπανιόλ. Για ποιο λόγο δεν παραμείνατε στο εξωτερικό;

«Στην Μπορντό την τελευταία σεζόν ήταν ο Μαουρίτσιο Ποκετίνο και στη συνέχεια έγινε τεχνικός διευθυντής στην Εσπανιόλ οπότε μόλις ανέλαβε, ζήτησε να με πάρουν στην ομάδα. Εκείνη τη σεζόν το κλαμπ έπαιζε διαφορετικό στυλ από αυτό που είχα μάθει εγώ. Ήταν πολύ πιο αμυντικό και έτσι δύσκολα θα έβρισκα χώρο για να παίξω βασικός, οπότε επέλεξα να πάω στη Μάντσεστερ Σίτι».

- Σας βοήθησε ο δανεισμός εκεί;

«Η Premier League είναι το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου και ήταν και τότε. Από τους παίκτες μέχρι τους οπαδούς, η κουλτούρα... Όλα. Αναπτύχθηκα πολύ εκεί σε όλα τα επίπεδα και επέστρεψα στην Εσπανιόλ πολύ πιο έτοιμος. Τότε δεν είχε το ίδιο μπάτζετ με τώρα και είχαμε τερματίσει κάπου στη μέση του πίνακα αλλά είχαμε πολύ έμπειρους ποδοσφαιριστές στην επίθεση όπως ο Κόουλ, ο Φάουλερ. Και εκείνοι με τη σειρά τους με βοήθησαν με την εμπειρία τους και εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισαν να αλλάξουν το ρόστερ και εγώ επέστρεψα στην Εσπανιόλ».

- Στην Εσπανιόλ «ανεβάσατε» ξανά τις μετοχές σας. Ποιος σε βοήθησε και πώς συνέβη;

«Μετά τη Μάντσεστερ Σίτι ένιωθα απόλυτα έτοιμος να βοηθήσω την Εσπανιόλ. Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε και ο Βαλβέρδε και ήμασταν μαζί εκείνες τις δύο σεζόν. Εγώ ήμουν σε πολύ καλή ηλικία και έκανα γεμάτες σεζόν. Φυσικά είχαμε και πολύ καλό ρόστερ στην Εσπανιόλ σε συνδυασμό με τον Βαλβέρδε στον πάγκο και έτσι έφτασα στη Λίβερπουλ. Θα θυμάμαι για πάντα τον τελικό του UEFA Cup που χάσαμε από τη Σεβίλλη που είχε κερδίσει πολλά τρόπαια από αυτή τη διοργάνωση. Το παλέψαμε και χάσαμε στα πέναλτι αλλά το είδαμε σαν νίκη. Τη χαρήκαμε εκείνη τη μέρα».

- Όταν μάθατε για το ενδιαφέρον της Λίβερπουλ, ήταν δύσκολο και τότε να αφήσετε την Ισπανία;

«Όχι, όχι αυτή τη φορά δεν ήταν (γέλια). Ποιος μπορεί να αρνηθεί τη Λίβερπουλ; Δεν ήταν εύκολο να αφήσω την Ισπανία αλλά το γεγονός πώς άφηνα μία τόσο καλή ομάδα για να πάω σε ένα τόσο μεγάλο κλαμπ, με ενθουσίαζε. Ήταν απίστευτο συναίσθημα να ξέρεις ότι ένα κλαμπ όπως η Λίβερπουλ σε θέλει. Με τέτοιο κόσμο, την οργάνωση, το επίπεδο και την ιστορία που έχει. Δεν είχα ατζέντη τότε και ο Ράφα Μπενίτεθ με πήρε αυτοπροσώπως τηλέφωνο και μου είπε πως θέλει να πάω στη Λίβερπουλ. Εγώ του είπα πώς δέχομαι να έρθω και μετά τα βρήκαν και οι ομάδες μεταξύ τους και πήγα».

- Ποια είναι η πιο δυνατή σας ανάμνηση από τα δύο χρόνια στη Λίβερπουλ;

«Την πρώτη χρονιά συνολικά. Τερματίσαμε τέσσερις βαθμούς πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ένας από τους λόγους ήταν ο... Φεντερίκο Μακέντα που ήταν στον Παναθηναϊκό. Δεν είχε παίξει πολλά ματς εκείνη τη σεζόν. Για την ακρίβεια αγωνίστηκε στα τέσσερα τελευταία της χρονιάς και σε κάποια από αυτά ως αλλαγή. Και σκόραρε συνεχώς στα τελευταία λεπτά, με αποτέλεσμα να περιμένουμε να κάνουν το λάθος και να ανέβουμε στην κορυφή. Και δεν γινόταν ποτέ! Την γλίτωναν με τον Μακέντα. Παίξαμε πολύ καλά εκείνη τη σεζόν αλλά η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν πιο τυχερή να έχει έναν παίκτη σαν τον Μακέντα για να σκοράρει την κατάλληλη στιγμή και να το πάρει».

- Στη δεύτερη σεζόν τι πήγε λάθος;

«Δεν πήγε κάτι λάθος αλλά εκείνη ήταν η τελευταία σεζόν του Μπενίτεθ. Ήταν εκείνος που με έφερε και είχα ταιριάξει στο πλάνο του και όπως είναι φυσικό, ένας νέος κόουτς αλλάζει όλα τα δεδομένα. Ο Ρόι Χόντσον ήθελε άλλου τύπου ποδοσφαιριστές, έκανε αλλαγές στο ρόστερ και κατάλαβα πως δεν μπορώ να μείνω εκεί. Τότε ήρθε και η πρόταση του Ολυμπιακού, κάτι που θυμάμαι μέχρι τώρα το πόσο χαρούμενος ήμουν».

- Θεωρείτε πώς θα μπορούσατε να δώσετε περισσότερα στη Λίβερπουλ; Μετανιώσατε που φύγατε;

«Έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό στη Λίβερπουλ. Έπαιξε σε αρκετά καλό επίπεδο γιατί έπαιζε και η ομάδα πολύ καλά. Θυμάμαι ότι είχα συμπαίκτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Μασεράνο ή ο Τζέραρντ. Αλλά είχαμε και παίκτες που έκαναν πολύ «δουλειά». Στη δεύτερη σεζόν ίσως επειδή ήμασταν απογοητευμένοι που δεν πήραμε το πρωτάθλημα και δεν θα πω πώς δεν το είχαμε ως στόχο αλλά είχαμε απογοητευτεί πολύ. Στη δεύτερη σεζόν δεν έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό. Το ξέρω και το παραδέχομαι. Ήταν και το σκηνικό με την Εθνική Ισπανίας τότε με το θέμα της αποστολής. Έκανα την αυτοκριτική μου και τελικά κατάλαβα πως πρέπει να φύγω».

- Πάμε στο κομμάτι του Ολυμπιακού... Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν ακούσατε για το ενδιαφέρον;

«Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς αντέδρασα αλλά ήμουν πραγματικά πολύ χαρούμενος. Ήθελα να φύγω από τη Λίβερπουλ για να βρω μία νέα πρόκληση. Ο Ολυμπιακός επικοινώνησε πρώτα με τη Λίβερπουλ για να δει πόσες πιθανότητες έχει για να γίνει η μεταγραφή και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος όταν τα βρήκαν. Μου άρεσε που ο Ολυμπιακός έκανε πρωταθλητισμό και ήθελε να νικάει κάθε εβδομάδα. Οι ομάδες τα βρήκαν και μετά ήταν πολύ εύκολο να πω το «ναι». Θυμάμαι την αγάπη που μου έδειξε ο πρόεδρος επειδή ήμουν η πρώτη μεγάλη του μεταγραφή όταν έγινε πρόεδρος στον Ολυμπιακό. Μου άρεσε πολύ».

- Όταν συμφωνήσατε με τον Ολυμπιακό, τι είπατε στους συμπαίκτες σου στη Λίβερπουλ;

«Θυμάμαι πώς ήμασταν στην προετοιμασία και όλοι λέγαμε για τις μεταγραφές μας. Δεν υπήρχαν τέτοια θέματα. Ήξεραν όλοι ότι θα φύγω γιατί είχε αλλάξει ο προπονητής και το είχα δείξει ότι θα πήγαινα αλλού. Την ίδια περίοδο ήρθε και η πρόταση από την Μπαρτσελόνα για τον Μασεράνο και τα ανακοινώσαμε μαζί (γέλια). Τους είπα ότι θα πάω σε μία πρόκληση και όλοι ήταν απλά χαρούμενοι που θα πήγαινα στο μεγαλύτερο κλαμπ της Ελλάδας».

- Πείτε μου για την υποδοχή όταν ήρθατε στην Ελλάδα...

«Δεν το περίμενα με τίποτα. Και το λέω αυτό γιατί δεν ήμουν στο επίπεδο που ήταν ο Ριβάλντο ας πούμε που είχε ανάλογη υποδοχή αλλά φυσικά ήμουν ευτυχισμένος. Μου έλεγαν ότι ήταν πίεση για εμένα αλλά εγώ το αρνιόμουν. Ένιωθα υπέροχα με όλο αυτό και ήθελα να τους το δώσω πίσω όλο αυτό. Να παίξω το ποδόσφαιρό μου και να βοηθήσω την ομάδα. Ήξερα ότι η ομάδα ήθελε να δημιουργήσει μία πολύ καλή ομάδα και μου άρεσε αυτή η προοπτική. Τα παιδιά μου βλέπουν στο youtube την υποδοχή και με ρωτούν πώς ήταν να είμαι εκεί μέσα. Είναι και εκείνα χαρούμενα όταν τα βλέπουν».

- Στις πρώτες μέρες στον Ολυμπιακό, ποιοι παίκτες σας βοήθησαν να εγκλιματιστείτε και αν σας επηρέασε το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός έμεινε εκτός Ευρώπης εκείνο το καλοκαίρι;

«Το γεγονός πως δεν θα παίζαμε Ευρώπη σίγουρα δεν ήταν καλό για την ομάδα συνολικά αλλά το αφήσαμε και κοιτάξαμε να κάνουμε μία καλή χρονιά. Να βγούμε στο Champions League την επόμενη σεζόν. Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό ήξερα ότι έχει πολύ καλούς ποδοσφαιριστές όπως ο Ρόμενταλ, ο Μέλμπεργκ, ο Ιμπαγάσα. Ήταν παίκτες που έπαιζαν για την ομάδα και όχι ατομικά, κάτι που ήταν εξίσου σημαντικό για την ηρεμία στον σύλλογο και ο Βαλβέρδε ήξερε πώς να το προσφέρει».

- Είχατε προτάσεις από άλλες ομάδες εκείνη την περίοδο;

«Είχα δύο προτάσεις εκείνη τη στιγμή εκτός από τον Ολυμπιακό. Η μία ήταν από τον Άγιαξ και τη δεύτερη δεν μπορώ να τη θυμηθώ, αλλά ήμουν ξεκάθαρος στην απόφασή μου. Το γεγονός πως θα ήμουν η πρώτη μεταγραφή του κ. Μαρινάκη στη θητεία του στον Ολυμπιακό, η ομάδα θα χτιζόταν γύρω μου... Ένιωσα σημαντικός κατάλαβες; Όλοι οι ποδοσφαιριστές θέλουν να το νιώσουν αυτό».

- Ποιο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό θυμάστε περισσότερο;

«Θα έλεγα το παιχνίδι με τον Πανιώνιο γιατί έπαιξα κόντρα στον αδερφό μου, τον Σίτο. Θυμάμαι το εντός έδρας ματς που νικήσαμε με 5-0. Γενικά ήταν μία πολύ ωραία χρονιά γιατί δεν ήταν μόνο η διαφορά στη βαθμολογία αλλά το ποδόσφαιρο που παίζαμε. Ήταν φανταστικό και ελέγχαμε εξαιρετικά τα παιχνίδια».

k

- Σχετικά με τον αδερφό σας, τον Σίτο. Πείτε μου πώς ήταν όταν παίξατε ως αντίπαλοι στο γήπεδο;

«Ήταν πολύ περίεργη και ωραία κατάσταση ταυτόχρονα. Γιατί όταν είσαι στο γήπεδο θέλεις πάντα να κερδίζεις ακόμα κι αν είναι εναντίον φίλου ή αδερφού. Αλλά απολαύσαμε πραγματικά την εμπειρία».

- Πως ήταν ο Βαλβέρδε εντός και εκτός γηπέδου;

«Ξέρει πολύ καλά τι θέλει να κάνει. Δεν είναι ο προπονητής που θα αλλάξει πολλά πράγματα και συνέχεια. Αντιθέτως είναι πολύ σταθερός σε αυτό που φτιάχνει και απλός. Οι ιδέες του είναι ξεκάθαρες όπως και οι τακτικές του. Είναι εξαιρετικός χαρακτήρας, πολύ ευγενικός, απλός άνθρωπος και ξέρει πως να διαχειριστεί ένα σύνολο παικτών. Για αυτό έφτασε και μέχρι την Μπαρτσελόνα και τα πήγε αρκετά καλά εκεί. Η προσωπικότητα ενός προπονητή είναι πολύ σημαντική για ένα σύνολο».

- Ποιος ήταν ο αγαπημένος συμπαίκτης σας στον Ολυμπιακό;

«Θα έλεγα τον Αριέλ Ιμπαγάσα γιατί ήμασταν φίλοι ήδη πριν τον Ολυμπιακό. Όταν παίζαμε στη Μαγιόρκα ενώ πηγαίναμε μαζί διακοπές τα καλοκαίρια. Είχαμε μία στενή φιλία και καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον μέσα στο γήπεδο».

- Υπήρξε κάποιο πρόβλημα στον Ολυμπιακό;

«Δεν υπήρχε κάποια δύσκολη στιγμή. Ήταν μία φανταστική σεζόν τόσο εντός όσο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Στην ομάδα ήταν όλα τέλεια αλλά θα είμαι ειλικρινής και θα πω πώς το πραγματικό πρόβλημα ήταν το χαμηλό επίπεδο του πρωταθλήματος. Ο Ολυμπιακός ήταν πολύ καλός για τις υπόλοιπες ομάδες. Δεν λέω πώς είναι εύκολο πρωτάθλημα και ο Παναθηναϊκός με την ΑΕΚ ήταν κάπως κοντά αλλά οι υπόλοιποι ήταν πάρα πολύ μακριά. Όχι μόνο βαθμολογικά. Είχα απογοητευτεί κάπως για αυτό. Στον Ολυμπιακό ήταν όλα τέλεια όμως».

- Άρα ο λόγος που αποχωρήσατε ήταν το επίπεδο του πρωταθλήματος;

«Είχα απογοητευτεί με τον ανταγωνισμό για αυτό και το επόμενο καλοκαίρι ήθελα να πάω στη Γαλατασαράι γιατί το επίπεδο ήταν υψηλότερο από το ελληνικό. Με το κλαμπ δεν είχα κανένα πρόβλημα ξαναλέω. Όλα ήταν φανταστικά».

- Το έχετε μετανιώσει;

«Μετάνιωσα που έφυγα από ένα μεγάλο κλαμπ όπου απολάμβανα το ποδόσφαιρο αλλά παράλληλα, το επίπεδο ήταν αρκετά χαμηλό στο πρωτάθλημα. Ο Ολυμπιακός ήταν μία υπέροχη ομάδα».

- Προσπάθησε κάποιος από τον Ολυμπιακό να σας αλλάξει γνώμη;

«Θυμάμαι τον Βαλβέρδε που ήρθε να μου μιλήσει για αυτό το θέμα αλλά κανείς δεν με ανάγκασε να μείνω και εγώ δεν πίεσα για να αποχωρήσω. Μετά από λίγες μέρες ήρθε και η πρόταση από τη Γαλατασαράι. Είχαμε μία φανταστική σεζόν και στο κλαμπ δεν μου έκλεισαν καμία πόρτα. Δεν είχαμε ούτε μία κακή συζήτηση. Τα βρήκαν με τη Γαλατασαράι και δώσαμε τα χέρια. Δεν είπαμε «αντίο» αλλά «τα λέμε» με τον Ολυμπιακό και κάποια στιγμή θα ήθελα να επιστρέψω όλο αυτό που μου έδωσαν στην Ελλάδα».

- Αν πηγαίνατε τον χρόνο πίσω, θα αλλάζατε κάτι;

«Η αλήθεια είναι πώς όχι γιατί πέρασα πολύ όμορφα και στη Γαλατασαράι. Ήταν ένα πολύ ανταγωνιστικό πρωτάθλημα αλλά πήραμε δύο τίτλους, έπαιξα σε αρκετά παιχνίδια και ήμουν δίπλα σε μεγάλους ποδοσφαιριστές όπως ο Φελίπε Μέλο ή ο Ντρογκμπά. Αλλά ξαναλέω πώς ήμουν εξίσου πολύ ωραία και στον Ολυμπιακό αλλά δεν θα άλλαζα την απόφασή μου. Και ελπίζω οι Έλληνες οπαδοί να καταλαβαίνουν τον λόγο που το έκανα»

- Ποιο ντέρμπι θυμάστε ακόμα από την Ελλάδα;

«Αυτό με τον Παναθηναϊκό φυσικά. Όταν παίξαμε στην έδρα του, η ομάδα του δεν ήταν στα καλύτερά της και θυμάμαι που οι οπαδοί πετούσαν πέτρες και αντικείμενα και είχα εκπλαγεί γιατί δεν ήταν σε εμάς αλλά στους δικούς τους! Το θυμάμαι ακόμα και τώρα και θυμάμαι τη διαφορά στη δυναμικότητα με όλους τότε».

- Είχατε ποτέ ξανά πρόταση από ελληνική ομάδα μετά τον Ολυμπιακό;

«Όχι, όχι δεν είχα».

- Θα παίζατε σε άλλη ελληνική ομάδα;

«Όχι, δεν θα έπαιζα σε άλλη ελληνική ομάδα, αφού έπαιξα για τον μεγαλύτερο σύλλογο στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό μου να είμαι σε άλλη ομάδα».

- Πείτε μου για την εμπειρία σας στο τουρκικό πρωτάθλημα...

«Επαιξα μαζί με τρομερούς ποδοσφαιριστές, ήταν ένα πολύ μεγάλο κλαμπ και το συνεργάζομαι με τον Τερίμ ήταν από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου. Και σε προσωπικό επίπεδο με βοήθησε πολύ και έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα από εκείνον και χάρηκα πολύ την παρουσία μου εκεί. Είναι ευτυχία που έχω παίξει στην κορυφαία ομάδα της Ελλάδα και στην κορυφαία της Τουρκίας».

- Μετά τον Ολυμπιακό και τη Γαλατασαράι, είχατε μείνει ελεύθερος δύο φορές για αρκετό διάστημα. Είχατε σκεφτεί να τα παρατήσετε;

«Ναι το είχα σκεφτεί. Είναι οι στιγμές που πρέπει να καταλάβεις τι μπορεί να σε κάνει χαρούμενο για να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Όταν πήγα στην Ουντινέζε δεν ήμουν χαρούμενος γιατί ήταν ένα κλαμπ που έχει πολλούς παίκτες και θέλει απλά να πουλήσει και να αγοράσει και έτσι δεν ένιωθα σημαντικός. Μου είχαν πει να διαλέξω ανάμεσα στη Γουότφορντ και τη Γρανάδα και επέλεξα την πρώτη γιατί ήθελα να παίξω στην Αγγλία. Ωστόσο, ακόμα και όταν πήγα στη Μαγιόρκα, καταλάβαινα ότι δεν μπορώ να αποδώσω όπως παλιά».

- Αυτή τη στιγμή που έχετε ολοκληρώσει την καριέρα σας, θα την ανταλλάζατε με κάτι;

«Όχι δεν την αντάλλαζα με τίποτα. Είμαι αυτό που είμαι αυτή τη στιγμή μέσα από όλες αυτές τις εμπειρίες που έχω. Δεν θα είχα γνωρίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, δεν θα είχα πετύχει τόσα πράγματα. Είμαι χαρούμενος με όσα έχω κάνει στη ζωή μου και ας είχαν λάθη μέσα».

- Στο κομμάτι της Εθνικής Ισπανίας, παρότι ήσασταν σε καλό επίπεδο τότε, δεν είχατε κληθεί ούτε για το EURO ούτε για το Μουντιάλ. Σας απογοήτευσε αυτό;

«Πάρα πολύ. Είναι το μόνο που έχω στο μυαλό μου και με πονάει ακόμα τόσο πολύ. Ήμουν τρία με τέσσερα χρόνια στην Εθνική Ισπανίας, είχα αγωνιστεί σε προκριματικά αλλά δεν ήμουν ποτέ στη λίστα. Είχα τρομερούς παίκτες μαζί μου αλλά έπαιζα και πίστευα ότι μπορώ να μπω σε αυτή τη λίστα. Ένιωθα ότι είμαι καλός παίκτης γιατί έπαιζα με τον Τόρες, τον Βίγια, τον Ινιέστα... Αλλά για να μην ήμουν στη λίστα, σημαίνει ότι δεν το άξιζα γι' αυτό πάντα κάνω αυτοκριτική. Κανείς προπονητής δεν βγάζει μία αποστολή για να χάσει και χωρίς τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχει».

- Ποιο ήταν το μυστικό αυτής της γενιάς που κέρδισε τόσα τρόπαια;

«Το μυστικό είναι πώς όλοι αυτοί οι ποδοσφαιριστές δούλευαν μαζί για χρόνια. Ήταν όλοι μαζί από την αρχή για πολλά χρόνια και έδεσαν σαν ομάδα. Το 2003 με 2004 ξεκίνησε αυτή η «φουρνιά» και στην αρχή δεν κερδίζαμε τίποτα. Χρειάζεται χρόνο και υπομονή όπως έγινε τότε και εν τέλει η ομάδα κατάφερε να πετύχει τόσα πράγματα. Τώρα έχουμε μία ωραία γενιά με τον Όλμο, τον Γκάβι, τον Πέδρι, τον Μπαλντέ. Είναι νεαροί σε ηλικία και χρειάζονται χρόνο. Είναι τρομεροί παίκτες εννοείται, αλλά πρέπει να υπάρχει υπομονή».

k

- Η καλύτερή σας στιγμή με το εθνόσημο;

«Το ντεμπούτο μου κόντρα στη Δανία για τα ευρωπαϊκά προκριματικά. Το θυμάμαι πολύ καλά. Παίζαμε στην έδρα τους και ήταν το τελευταίο παιχνίδι των προκριματικών. Έπρεπε να κερδίσουμε γιατί αλλιώς δεν θα προκρινόμασταν. Δηλαδή κατακτήσαμε το EURO 2008 και παραλίγο να μην περάσουμε στα τελικά. Φαντάσου το. Το σκορ ήταν 2-0 υπέρ μας όταν μπήκα, η Δανία μείωσε στο 86' και δύο λεπτά μετά έβαλα το πρώτο μου γκολ και κλειδώσαμε τη νίκη. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή. Αν θυμάσαι, είναι το πρώτο παιχνίδι που εμφανίστηκε το τίκι-τάκα για την Ισπανία, έτσι πετύχαμε το δεύτερο γκολ στο 39'. Είχαμε πολύ ωραίες στιγμές γενικά και εννοείται πως χρωστάω πολλά στον Αραγονές που τον είχα και στη Μαγιόρκα».

- Για το Παγκόσμιο Κύπελλο τώρα, ποια ομάδα είναι το φαβορί;

«Δεν έχω μόνο μία αυτή τη στιγμή. Η Βραζιλία αρχικά έχει μία πολύ καλή ομάδα με έναν εξαιρετικό τερματοφύλακα και εκπληκτική αμυντική λειτουργία. Είναι ένα σύνολο που παίζει με ταλέντο αλλά και για την ομάδα. Από εκεί και πέρα και η Γαλλία είναι τρομερή, όπως και η Γερμανία. Δεν θα έλεγα όχι και σε κάποια χώρα της Αφρικής. Και φυσικά η Ισπανία. Είναι νέα, χρειάζεται χρόνο αλλά έχει πολύ ταλέντο».

- Πάμε στο κομμάτι της προπονητικής. Πώς ξεκίνησε η ιδέα και πόσο χρήσιμη ήταν η εμπειρία ως βοηθός προπονητή;

«Δεν είχα κάποιον που έδωσε την ιδέα. Ήταν κάτι που ήθελα αλλά ήμουν και πολύ τυχερός. Τρεις μήνες αφού είχα αποσυρθεί η ομοσπονδία της Ισπανίας μάς κάλεσε και ζήτησε όσους έπαιξαν στα προκριματικά του EURO 2008 να κάνουμε κάποια μαθήματα προπονητικής. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Τσάβι, ο Τσάμπι Αλόνσο, ο Λουίς Γκαρσία, ο Ραούλ. Ήμουν τυχερός που ήρθε αυτό και πήγαμε όλοι μαζί. Ήταν πολύ ωραίο που ανταλλάζαμε γνώσεις. Ο αρχηγός της Ρεάλ, Ραούλ και ο αρχηγός της Μπαρτσελόνα, Τσάβι ότι οι ομάδες είχαν το καλύτερο στυλ. Ως βοηθός προπονητής είναι ο καλύτερος δρόμος για να γίνεις πρώτος προπονητής. Ήθελα να κάτσω δίπλα σε έναν κόουτς από όπου μπορώ να μάθω και ο Τερίμ ήταν η καλύτερη επιλογή. Ήταν υπέροχη στιγμή και γενικά με όσους ήμουν στον πάγκο με βοήθησαν πάρα πολύ και στο τέλος ένιωσα έτοιμος».

- Όταν πήγατε στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας, έγινε ένα... ντου από τους οπαδούς της. Φοβηθήκατε;

«Ένιωσα πολύ ωραία εγώ. Μου άρεσε που έβλεπα τους οπαδούς μας και ρώτησα γιατί συνέβη αυτό. Στην αρχή νόμιζα πώς οι μάσκες και το ντύσιμο που είχαν ήταν των οπαδών της ομάδας. Το κλασικό. Και τότε μου εξήγησαν πώς δεν ήταν και με ενημέρωσαν πως η κατάσταση δεν ήταν καλή καθώς δεν ήθελαν να φύγει ο προπονητής και ότι δεν έχει γίνει καμία μεταγραφή. Βέβαια, η ομάδα είχε τερματίσει τρεις σερί σεζόν 3η. Σκέψου να συμβαίνει το ίδιο στον Ολυμπιακό... Δεν θα είναι χαρούμενος ο κόσμος όπως και εκεί αλλά ήταν μία κατάσταση που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν του χεριού μου. Από την πλευρά μου ήθελα να τους δείξω πώς εγώ έχω έρθει ως ένας προπονητής που θέλω να κάνω καλύτερη την ομάδα και να νικάμε τα παιχνίδια».

- Και φτάσατε αυτή τη στιγμή να κάνετε πορεία πρωταθλητισμού. Ποιο είναι το μυστικό σε αυτό;

«Το μυστικό ήταν το γεγονός πώς εστίασα στο τι χρειάζεται η ομάδα πριν έρθω. Είχα δει πέντε ματς και κατάλαβα ότι πρόκειται για μία ομάδα με πολύ ταλέντο αλλά χωρίς οργάνωση. Οπότε ήθελα να δώσω εκεί το βάρος στην πρώτη ομάδα. Και για να καταλάβεις τι εννοώ οργάνωση, ήθελα από την αρχή να βγάλω έναν κορμό και να έχω σε κάθε θέση τον παίκτη που έπρεπε. Δεν μου αρέσει να μιλάω για παίκτες συγκεκριμένα αλλά ως παράδειγμα θα ήθελα να σου δείξω τον Αγκουστίν Ντόφο. Παίζει ως 6άρι και είναι ένας φανταστικός παίκτης ωστόσο όταν ήρθα αγωνιζόταν σε όλο το κέντρο. Ήταν 6άρι, ήταν 8άρι, ήταν 10άρι. Τα πάντα. Το θέμα είναι να καταλάβεις ποιος είναι ο ρόλος σου όμως στο γήπεδο. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ και μία φράση που μου έλεγαν και εμένα. «If you want to be everywhere, you are nowhere», που σημαίνει πως αν νομίζεις ότι μπορείς να παίζεις και να είσαι παντού, τότε δεν θα είσαι πουθενά. Είχαμε κάνει μία συζήτηση μαζί και τον ρώτησα πόσα γκολ είχε σκοράρει την περασμένη σεζόν. Μου είπε ένα και του εξήγησα ότι δεν είναι 10άρι τότε, οπότε του είπα να γίνει 6άρι. Στην αρχή μου είπε διάφορα, όμως του έδειξα πόσο σημαντική θέση είναι για την ομάδα και τώρα είναι αναντικατάστατος και από τους καλύτερους του πρωταθλήματος. Οπότε το μυστικό είναι να υπάρχει οργάνωση και ο κάθε παίκτης να είναι στη θέση που θα δώσει τα πάντα. Να κάνεις τους ποδοσφαιριστές σου να δίνουν τα πάντα και το αποτέλεσμα με δικαιώνει μέχρι στιγμής. Επίσης, στην αρχή που ήρθα είχαμε δύο παίκτες παίκτες διεθνής και τώρα έχουμε έξι. Είναι και αυτό ένας στόχος και μία διάκριση για εμένα».

- Στον Παναθηναϊκό υπάρχουν τρεις Σλοβένοι ποδοσφαιριστές. Ο Βέρμπιτς, ο Σπόραρ και ο Τσέριν. Είναι βασικά στελέχη στη φετινή πορεία της ομάδας προς το πρωτάθλημα. Θεωρείτε πως παίκτες από τη Σλοβενία ταιριάζουν στην Ελλάδα;

«Οι Σλοβένοι ποδοσφαιριστές είναι πολύ ταλαντούχοι αλλά χρειάζονται περισσότερη οργάνωση. Πρέπει να γίνει δουλειά στις ακαδημίες και να υπάρχει οργάνωση σε όλα τα κομμάτια αγωνιστικά. Να δουλέψουν περισσότερο σε όλα τα επίπεδα και στην Ελλάδα μπορούν να εξελιχθούν γιατί έχουν πολύ ταλέντο».

k

- Θα επιστρέφατε στην Ελλάδα ως προπονητής;

«Θα δείξει. Αγαπάω την Ελλάδα και πήρα και πολλή αγάπη από τον Ολυμπιακό. Έδωσα τα πάντα ως ποδοσφαιριστής αλλά θα ήθελα να δώσω και κάτι ακόμα πίσω από όλο αυτό που μου πρόσφεραν. Θα δούμε στο μέλλον τι μπορεί να γίνει αλλά φυσικά είναι μία χώρα που αγαπάω και νιώθω σαν στο... σπίτι μου. Στο ποδόσφαιρο δεν ξέρεις τι θα γίνει αύριο. Βλέπεις μόνο το τώρα. Το παρών έχει σημασία και εγώ κοιτάω αυτή τη στιγμή».

- Τι σας έχει λείψει περισσότερο από την Ελλάδα;

«Είναι μία χώρα που οι άνθρωποι αγαπούν το ποδόσφαιρο, έχετε πάθος και συγκεκριμένα στον Ολυμπιακό, υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο. Στο πρωτάθλημα οι περισσότερες ομάδες έχουν εξελιχθεί και είναι καλό για την ποιότητα του πρωταθλήματος. Θα μου άρεσε να έχω πάλι μία εμπειρία στην Ελλάδα και είμαι ένας οπαδός του Ολυμπιακού και ίσως μία μέρα είμαι πάλι εκεί».

k

gazzetta.gr